ἀγνοούντως

ἀγνοούντως
ἀγνοούντως
ignorantly
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγνοούντως — ἀγνοούντως επίρρ. (Α) [ἀγνοῶ] εξαιτίας άγνοιας, από άγνοια, αμάθεια …   Dictionary of Greek

  • αγνοώ — ἀγνοῶ (Α έω) 1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια 2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου νεοελλ. 1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”